- ἀμφίγνοια
- ἀμφίγνοια, ἡ,A doubt, Sch.S.Aj.23. [full] ἀμφιγνωμονέω, to be of doubtful mind, Doroth. ap. EM87.48, Sch.Pl.Grg.466c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφίγνοια — ἀμφίγνοια, η (Μ) [ἀμφιγνοῶ] αμφιβολία … Dictionary of Greek
ἀμφιγνοίης — ἀμφίγνοια doubt fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίγνοιαν — ἀμφίγνοια doubt fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιγνοώ — ἀμφιγνοῶ ( έω) (ΑΜ) 1. αμφιβάλλω, δεν είμαι βέβαιος ή έχω λανθασμένη εντύπωση για κάτι αρχ. 1. δεν γνωρίζω, αγνοώ 2. (η μτχ. παθ. αορ.) ἀμφιγνοηθείς, θεῑσα, θέν αυτός που δεν έγινε γνωστός, ο άγνωστος 3. (το ουδ. σε απρόσ. έκφραση)… … Dictionary of Greek